νεωτάτων

νεωτάτων
νέος
young
fem gen superl pl
νέος
young
masc/neut gen superl pl
νέος
young
fem gen superl pl (attic)
νέος
young
masc/neut gen superl pl (attic)
νεώτατος
fem gen pl
νεώτατος
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • Βουτιερίδης, Ηλίας — (Σουλινά Ρουμανίας 1874 – Αθήνα 1941). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία τεσσάρων ετών, τελείωσε το Βαρβάκειο και σπούδασε έπειτα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μαθητής ακόμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”